τραγόπους

τραγόπους
-ουν, ΝΑ
(λόγιος τ.) τραγοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λεοντό-πους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τραγόπους — goat footed masc/fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγόπουν — τραγόπους goat footed masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • τραγοπόδαρος — η, ο, Ν αυτός που έχει πόδια τράγου, τραγόπους νεοελλ. 1. μυθ. ο θεός Παν 2. (λαογρ.) ο σατανάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + πόδαρος (< ποδάρι), πρβλ. ξυλο πόδαρος] …   Dictionary of Greek

  • ՆՈԽԱԶՈՏՆ — ( ) NBH 2 0438 Chronological Sequence: 6c, 13c ա. τραγόπους hircinos pedes habens. Ունօղ զոտս նման ոտից նոխազաց. այծոտն. *Պան (այսինքն ամենայն) կոչեցեալ լինի, զի ʼի բազմաց եղեւ սերմանեալ. արդ զսա աստուած անուանեցին՝ կոչելով նոխազոտն պան. Նոննոս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”